κίνυντο

κίνυντο
κί̱νυντο , κίνυμαι
go
imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επασσύτερος — ἐπασσύτερος, α, ον (Α) 1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.) 2. συχνός, επαναλαμβανόμενος 3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα 4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει… …   Dictionary of Greek

  • κίνυμαι — κίννυμαι (Α) βλ. κίνυμαι. κίνυμαι και κίννυμαι (Α) κινούμαι, πορεύομαι («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινῶ] …   Dictionary of Greek

  • συνορίνω — Α 1. διεγείρω, ξεσηκώνω, παρακινώ συγχρόνως («ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. συνορίνομαι συνταράσσομαι («συνορινόμεναι κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρίνω «εγείρω, σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”